2-3-2018 Ομιλία – Συζήτηση προς Εκπαιδευτικούς και Γονείς

Η Ψυχική Υγεία είναι υπόθεση ΟΛΩΝ μας !

Ομιλία – Συζήτηση προς Εκπαιδευτικούς και Γονείς

 

Στις 2 Μαρτίου 2018 πραγματοποιήθηκε στο Δημοτικό Σχολείο Τουλιάτων στην Έρισο, από την παιδοψυχίατρο της ΚΜΨΥ κα Αμαλία Πολλάτου και την Ψυχολόγο κα Μαρία Δεπούντη,  ομιλία – συζήτηση προς εκπαιδευτικούς και γονείς με θέματα :

– Καλές πρακτικές συνεργασίας σχολείου – οικογένειας
– Διαχείριση κρίσεων στο σχολικό περιβάλλον
– Ο ρόλος των γονέων ως προς την ενίσχυση εσωτερικών κινήτρων στα παιδιά

 

 

 

Καλές πρακτικές συνεργασίας σχολείου – οικογένειας

Διαχείριση κρίσεων στο σχολικό περιβάλλον

02/03/2018

 

  Η ψυχική υγεία κάθε παιδιού είναι το αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης από βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Μεταξύ αυτών η οικογένεια και το σχολείο ασκούν την πιο σπουδαία επίδραση στη ζωή του παιδιού.  Αλληλεπίδραση όμως υπάρχει και ανάμεσα στο σπίτι και το σχολείο και οι όποιες εντάσεις δημιουργούνται στο ένα περιβάλλον, εκδηλώνονται σαν διαταραχές της συμπεριφοράς στο άλλο περιβάλλον.

  Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές αλλαγές στην οικογένεια, την κοινωνία καθώς και την εξέλιξη των παιδιών. Αλλαγές όπως η μεγάλη διάδοση των μέσων ενημέρωσης και η χρήση της τεχνολογίας, οι αλλαγές στους γονεϊκούς ρόλους, η οικονομική κρίση, απώλεια εργασίας κ.α. Η ελληνική οικογένεια βιώνει μία κρίση όχι μόνο οικονομική αλλά και συναισθηματική. Σε τέτοιες περιπτώσεις δυσλειτουργίας οι γονείς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο ρόλο τους με αποτέλεσμα πιθανές ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις στα διάφορα μέλη της οικογένειας. Αν τα θεμέλια της οικογένειας είναι γερά, πάνω τους θα στηριχτούν και τα θεμέλια της ανάπτυξης των παιδιών. Αν είναι όμως αδύναμα και σαθρά θα επηρεαστεί αρνητικά η εξέλιξη της ανάπτυξης των παιδιών. Όσο πιο ασφαλές και ευχάριστο είναι το οικογενειακό περιβάλλον, όσο πιο στενές και θερμές είναι οι σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους και όσο πιο πολλά και πλούσια είναι τα ερεθίσματα που τους προσφέρουν οι γονείς, τόσο πιο πολύ δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την ομαλή προσαρμογή των παιδιών στο σχολείο αλλά και την ομαλότερη εξέλιξη της προσωπικότητάς τους.  

  Ας δούμε τώρα πώς συνδέονται αυτά τα στοιχεία με το ρόλο του σχολείου και πώς μπορούν να συνεργαστούν καλύτερα σχολείο και οικογένεια απέναντι σε δύσκολες καταστάσεις που βιώνουν τα παιδιά.

  Σε κάθε ομάδα παιδιών υπάρχουν εκείνα που έχουν ικανοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον και εκείνα που έχουν ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον. Τα πρώτα, χρησιμοποιούν την οικογένειά τους για τη συναισθηματική ανάπτυξή τους και οι γονείς είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη. Τα παιδιά αυτά έρχονται σχολείο για να προσθέσουν κάτι στη ζωή τους. Θέλουν να μάθουν.

  Σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά που έρχονται στο σχολείο για άλλους λόγους. Έρχονται με την ιδέα πως το σχολείο μπορεί ίσως να τους προσφέρει αυτό που τους στέρησε η οικογένεια. Δεν έρχονται στο σχολείο για να μάθουν, αλλά για να βρουν ένα οικογενειακό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει πως αναζητούν μία σταθερή συναισθηματική κατάσταση, μέσα στην οποία μπορούν να εκφράσουν τη δική τους συναισθηματική αστάθεια, μία ομάδα στην οποία να μπορέσουν σιγά σιγά να συμμετάσχουν, μία ομάδα που να μπορεί να δοκιμαστεί αν αντέχει την επιθετικότητά τους. Είναι πραγματικά παράξενο να βρίσκονται και οι δύο αυτές κατηγορίες παιδιών στην ίδια τάξη.

  Η πρώτη κατηγορία παιδιών απαιτεί καθαρή διδασκαλία. Από την άλλη πλευρά, την περίπτωση των παιδιών με μή ικανοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, υπάρχει ανάγκη για οργανωμένη σχολική ζωή που απαιτεί κατάλληλους χειρισμούς τόσο από τους γονείς όσο και από τους δασκάλους.

  Όπως είναι γνωστό, οι δάσκαλοι λειτουργούν ως πρότυπα ταύτισης για τα παιδιά και η συμπεριφορά και η στάση τους μπορεί να βελτιώσει όλους τους τομείς της ζωής τους, παρέχοντας ένα περιβάλλον φροντίδας και υποστήριξης. Ο δάσκαλος μπορεί να λειτουργεί συμβουλευτικά ή ακόμα και ψυχοθεραπευτικά. Χρειάζεται όμως ευρύτητα και ευκαμψία από την πλευρά του για να το πετύχει. Ακόμα χρειάζεται να δεχτεί ότι πρέπει να βρει πολλές φορές νέους τρόπους αντιμετώπισης που μερικές φορές είναι τελείως διαφορετικοί από τους παραδοσιακούς τρόπους διδασκαλίας και εκπαίδευσης.

  Το σχολείο κατά κάποιο τρόπο καλείται να αναπληρώσει όχι μόνο τις μειονεξίες που έχει η οικογένεια του παιδιού, αλλά και να διαμορφώσει την κοινωνικοποίησή του, ιδίως για τα παιδιά που προέρχονται από διαλυμένες και χαοτικές οικογένειες. Για να επιτευχθούν αυτά, οι δάσκαλοι πρέπει να γνωρίζουν ποια είναι η φυσική εξέλιξη του παιδιού και ποιες οι παρεκκλίσεις της. Να μπορούν να εκτιμούν τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρχουν στη συμπεριφορά του παιδιού, όταν υπάρχουν διαφορές στην ατμόσφαιρα του σπιτιού και του σχολείου. Πρέπει να γνωρίζει την οικογενειακή κατάσταση του παιδιού για να είναι σε θέση να αντιληφθεί καλύτερα το πρόβλημά του, τις μαθησιακές δυσκολίες και τις προσωπικές του ανησυχίες. Μπορεί κανείς να αντλήσει πολλές πληροφορίες μέσα από διάφορα γεγονότα όπως ένα διαζύγιο, το θάνατο ενός γονέα, μία ασθένεια, συχνοί και ακατανόητοι πόνοι σε διάφορα σημεία του σώματος του παιδιού ή δυσκολία στο να κάνει φιλίες. Ανιχνεύοντάς τα, διαπιστώνουμε τη σχέση ανάμεσα στην αλλαγή του παιδιού και το εκάστοτε οικογενειακό πρόβλημα. Πολλές φορές λοιπόν στο σχολείο θα δούμε παιδιά που μέσα από τη συμπεριφορά τους, ζητάνε απεγνωσμένα ένα πρόσωπο που απλώς θα τους δώσει να καταλάβει τι συμβαίνει. Αν λοιπόν ο δάσκαλος έχει εικόνα της ζωής του παιδιού νιώθει και ο ίδιος περισσότερο ισχυρός ως προς το να βοηθήσει αυτά τα παιδιά αλλά και τους γονείς τους, καθώς πλέον το πρόβλημα θα τους είναι πιο ξεκάθαρο και οι γονείς δε θα είναι στα μάτια τους ιδιότροποι, αδιάφοροι ή επιθετικοί όπως μπορεί να είναι πολλές φορές. Φυσικά είναι απαραίτητο να δεχτούμε εδώ ότι η καλή επικοινωνία μεταξύ σχολείου και σπιτιού δεν είναι πάντοτε δυνατή, είτε γιατί ένα σχολείο είναι συντηρητικό είτε γιατί οι γονείς δε συνεργάζονται. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι που πρέπει ακόμα περισσότερο το σχολείο να δίνει ευκαιρίες στους γονείς να ενδιαφέρονται ενεργά, όπως και να υπάρχει συστηματική ενημέρωση για τα τεκταινόμενα και γενικά για την επίδοση των παιδιών.

  Αυτή η επικοινωνία μεταξύ σχολείου και οικογένειας ωστόσο πρέπει να είναι αμφίδρομη. Αφενός το σχολείο να ενημερώνεται για τις συνθήκες που επικρατούν στην οικογένεια και που σχετίζονται τόσο με τη μάθηση όσο και με την προσωπική εξέλιξη και συμπεριφορά του και αφετέρου οι γονείς να ενημερώνονται για τα προγράμματα και την πρόοδο του παιδιού τους.

  Επίσης είναι απαραίτητο το σχολείο να καταστήσει σαφές σε παιδιά και γονείς ότι παρά την όποια συνεργασία με την οικογένεια, το σχολείο θα είναι εκείνο που θα θέτει τα όρια και τους κανόνες μέσα στο σχολικό περιβάλλον και κανείς άλλος. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να καλλιεργηθεί περισσότερο ο σεβασμός προς το σχολείο, ως ένα θεσμό που θα εμπνέει ασφάλεια γνωρίζοντας τι κάνει και όχι να καταλήξει έρμαιο των πρωτοβουλιών των γονέων ή άλλων. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως οι γονείς είναι υποχρεωμένοι να σέβονται το θεσμό του σχολείου και να διεκδικούν συνεργασία μαζί του, βοηθώντας έτσι τα παιδιά τους να έχουν θετική στάση απέναντι σε αυτό και όχι απαξιωτική. Η δική τους συμμετοχή επιδρά αποδεδειγμένα θετικά στην επίδοση των παιδιών.

  Καλό θα ήταν επίσης όταν χρειάζεται, να αναζητείται βοήθεια από άτομα ή εξειδικευμένους φορείς έτσι ώστε να αποδίδουν ακόμα καλύτερα αυτές οι πρακτικές συνεργασίας.    

  Γενικότερα είναι πολύ σημαντική η ύπαρξη ενός δικτύου κοινωνικής υποστήριξης για την οικογένεια. Κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο όχι μόνο γιατί έτσι γίνεται παρέμβαση στην κρίση αλλά και γιατί με αυτό τον τρόπο προλαμβάνονται μελλοντικές κρίσεις.

  Μετά από όλα αυτά που αναφέρθηκαν, καταλαβαίνετε λοιπόν ότι πολύ συχνά αν όχι πάντα πίσω από ένα παιδί με δυσκολίες στο σχολείο ή το σπίτι, μπορεί να κρύβονται σοβαρά συναισθηματικά και άλλα προβλήματα που χρίζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης.

  Δυστυχώς βέβαια στην Ελλάδα τώρα πια ακούγεται εξωπραγματικό να μιλάμε για εξειδικευμένες τεχνικές και τρόπους παρέμβασης, όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από άλλα προβλήματα όπως την ανεπάρκεια σχολικών κτηρίων, την ανεπάρκεια αριθμού δασκάλων, την έλλειψη χρόνου για επαφή με τις οικογένειες, την έλλειψη κινήτρων από τους επαγγελματίες κ.α. Ζούμε σε μία εποχή αλλαγών και για να αξιοποιηθούν δημιουργικά οι αλλαγές αυτές χρειάζεται να πράττουμε πάντα σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε, χρειάζεται να υπάρχουν ευέλικτοι άνθρωποι και ευέλικτα συστήματα ούτως ώστε να βοηθήσουμε τα παιδιά να ζήσουν με ολοκληρωμένο τρόπο στο παρόν, αλλά και να έχουν μία ωραία προσδοκία για το μέλλον.